Μέσα στα πλαίσια της δράσης «Λέσχη Βιβλίου», που πραγματοποιεί η Μονάδα Υποστήριξης Φοιτητών Ευπαθών Ομάδων (ΜΥΦΕΟ), δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Όλγας Σαϊντή «Φρανκενστάιν της Mary Shelley- Ανάλυση» σχετικά με το τελευταίο βιβλίο που διαβάστηκε και συζητήθηκε στη Λέσχη.
Φρανκενστάιν της Mary Shelley- Ανάλυση
«Πιο ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που πιστεύει πως το χωριό στο οποίο γεννήθηκε είναι ολόκληρος ο κόσμος, από εκείνον που ποθεί να γίνει μεγαλύτερος απ’ όσο η φύση του τού επιτρέπει». Αυτά ήταν τα λόγια ενός σοφότερου και ταπεινότερου ανθρώπου, που κάποτε είχε ως μόνη επιθυμία την ευλογία των δημιουργημάτων του.
Ο Βίκτορ Φρανκενστάιν, ένας νέος με όλα τα προνόμια και τις αρετές που θα μπορούσε κανείς να διαθέτει — ευφυΐα, μόρφωση, ταλέντο, αφοσίωση και φυσικά απέραντη φιλοδοξία — αποφασίζει, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, να αφεθεί στην ηδονή των προνομίων του και να γίνει ο συγγραφέας της ατελείωτης δυστυχίας του. Αυτή η απέραντη φιλοδοξία, λοιπόν, τον καθιστά αμφιλεγόμενο χαρακτήρα — κάποιον που διαθέτει τη δύναμη να προκαλεί ανατροπές, να παραβιάζει ηθικούς κανόνες και, μέσα από τη μορφωτική του πρόοδο, να σπέρνει το χάος. Η γνώση είναι ένα υπέροχο προνόμιο, που δυστυχώς λίγοι από εμάς έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν, και από μόνη της είναι κάτι ουδέτερο, κάτι εντελώς ανίκανο να γεννήσει την καταστροφή· ο χειρισμός της είναι αυτός που μπορεί, λοιπόν, να την μετατρέψει σε δίκοπο μαχαίρι. Όταν χρησιμοποιείται με υπεροψία και ανευθυνότητα, μπορεί να μετατραπεί σε θανάσιμο όπλο. Ο Βίκτορ πλέον μαθαίνει για τη φύση όχι από περιέργεια, ούτε από ανάγκη να την καταλάβει, αλλά με μια βαθιά επιθυμία να την υποτάξει.
Έτσι, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να περιπλανηθεί έξω από τα σύνορα της ηθικής εν συναίσθησης· ανακαλύπτει ότι μπορεί να δώσει ζωή — και την δίνει, απερίσκεπτα. Ο Βίκτορ ισοβαθμεί τη δημιουργία της ζωής, ίσως το πιο αγνό και τρυφερό δώρο που μπορεί να χαρίσει η φύση, με την αδυσώπητα ρηχή ιδέα της αχόρταγης φιλοδοξίας του. Εκθρονίζει τον εαυτό του ως θεό αυτού του νέου, υποθετικού είδους που έπλασε, μόνο και μόνο για να το εγκαταλείψει, καταναλώνοντας πλέον την αηδία για τις μακάβριες πράξεις του.
Αποξενωμένος από κάθε είδους ηθικής, ανθρωπιάς και υπευθυνότητας, ο ίδιος αρρωσταίνει κυριολεκτικά από τη συνειδητοποίηση των πράξεων του…
Το αποκομμένο από τον δημιουργό του τέρας, πλέον εντελώς εγκαταλελειμμένο και αποξενωμένο από κάθε είδους φροντίδα και συντροφιά, περιπλανιέται μόνο του στη φύση. Μαθαίνει να χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του, να μιλάει, να επιβιώνει και, έτσι, αθώο και άπειρο, αντιλαμβάνεται την επιθυμία για συντροφιά και επιζητά την αποδοχή της κοινωνίας — μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι επιθυμητό και αποδεκτό λόγω της εμφάνισής του.
Το πλάσμα αυτό δεν ήταν απλώς μια παραμορφωμένη ύπαρξη· αντιθέτως, προσωποποιούσε την ασχήμια που ο Βίκτορ ποτέ δεν είχε γνωρίσει στην προνομιούχα και όμορφη ζωή του. Δεν ήταν η εμφάνιση του πλάσματος που προκαλούσε αποστροφή, αλλά το γεγονός ότι καθρέφτιζε την ηθική παρακμή και την υπεροψία του δημιουργού του, ο οποίος — τυφλωμένος από φιλοδοξία — απαρνήθηκε τις ευθύνες του. Πέρα από την αντανάκλαση της προσωπικής ασχήμιας του Βίκτορ, κατέληξε να ενσωματώνει και όλη την υπεροψία, τον φόβο και την προκατάληψη μιας κοινωνίας που αδυνατούσε να αναγνωρίσει την ύπαρξή του ως ίση, λογική και ευσυνείδητη. Η απόρριψή του δεν προήλθε από τις πράξεις του, αλλά από την αδυναμία των ανθρώπων να δουν πέρα από το εξωτερικό, καθιστώντας τον τελικά θύμα μιας συλλογικής ηθικής παρακμής, και όχι μόνο της ατομικής ανευθυνότητας του δημιουργού του. Γεγονός που επιβεβαιώνει πόσο κοινή και ρηχή είναι η αντίληψη των ανθρώπων, πόσο είμαστε πεπεισμένοι να αξιολογούμε τα πράγματα μόνο βάσει της εξωτερικής τους αισθητικής. Αυτή η ρηχότητα δεν μένει στάσιμη, αλλά εξελίσσεται, προσαρμόζεται με αποτελεσματικότητα και καταλήγει να γίνεται μέρος της αδικαιολόγητης, ανεπίτρεπτης απαξίωσης που έχουμε συμφωνήσει σιωπηρά ότι πρέπει να νιώθουμε και να εκφράζουμε για οτιδήποτε διαφορετικό από την αξιολύπητη εικόνα του ωραίου , η οποία πρεσβεύει την ικανοποίηση τίποτε άλλο παρά της εύθραυστης υπερηφάνειας από την οποία συχνά χαρακτηρίζεται το ανθρώπινο είδος.
Οι πράξεις του τέρατος εξελίσσονται σε απάνθρωπες καθώς όλη η κοινωνία συνωμοτεί εναντίον του, κάτι το οποίο αναγνωρίζει και το ίδιο το τέρας: «Ήμουν καλός και γεμάτος καλή θέληση, η δυστυχία με έκανε ένα τέρας. Κάνε με ευτυχισμένο και θα γίνω ξανά ενάρετος». Η δυστυχία που προήλθε από αυτή τη μαζική εγκατάλειψη συσσωρεύτηκε και μετατράπηκε σε απελπισία, φθόνο και ύστερα θυμό. Ζητώντας, λοιπόν, μια ευκαιρία να ευτυχήσει από τον δημιουργό του, ζητώντας ένα ον όμοιό του για να μπορέσει πλέον να εναρμονιστεί σε αυτόν τον ακατάδεκτο κόσμο, για άλλη μία φορά έρχεται αντιμέτωπο με την απογοήτευση. Έτσι, η μακροχρόνια δυστυχία του Φρανκενστάιν κορυφώνεται, χάνοντας ό,τι διέθετε ως ελπίδα και χαρά. Δημιούργημα και δημιουργός καταδικάζουν τους εαυτούς τους σε ένα ατελείωτο ταξίδι καταδίωξης και εκδίκησης, μόνο για να καταστραφούν εν τέλει και οι δύο, ίσως παρέχοντας μια ηθική δικαιοσύνη στην ιστορία.
Το τέρας κατανοεί ότι ο δημιουργός του, ακόμα και αν τον εγκατέλειψε, ήταν κάποτε ένας καλός άνθρωπος, συνειδητοποιώντας τις πράξεις του με τη φράση: «Ο έκπτωτος άγγελος γίνεται ο χειρότερος διάβολος». Και ο Βίκτορ, για μια τελευταία φορά, υπενθυμίζει πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η φιλοδοξία του καθενός, με την τελευταία του χαρακτηριστική φράση: «Ζητήστε την ευτυχία στην ησυχία και αποφύγετε τη φιλοδοξία, ακόμα και αν είναι φαινομενικά αθώα φιλοδοξία».
Συγγραφέας: Σαϊντή Όλγα
